Κλεφτοπόλεμος για τις άδειες

Δεν έχει τέλος το σίριαλ με τις άδειες των τηλεοπτικών καναλιών. Μέρα με τη μέρα η επιχείρηση αδειοδότησης των καναλιών πανελλαδικής εμβέλειας εξελίσσεται στη σφοδρότερη σύγκρουση εκλεγμένης κυβέρνησης με επιχειρηματικά και πολιτικά συμφέροντα, που επιχειρούν πάση θυσία να αποφύγουν τις διαδικασίες αδειοδότησης και επιβολής της έννομης τάξης στο χαοτικό τοπίο των τηλεοπτικών ΜΜΕ. 

Μετά τη μάχη των εντυπώσεων με επίκεντρο τους υπερθεματιστές και τα όσα πιθανά και απίθανα ακούστηκαν τους δύο τελευταίους μήνες, η υπόθεση έχει στραφεί στον χώρο της Δικαιοσύνης. Έναν χώρο ευαίσθητο, που αποτελεί πυλώνα της Δημοκρατίας και θεσμικό αντίβαρο στη σφοδρότητα που δείχνει συχνά η εκτελεστική εξουσία. 

Στη μάχη, που αρχικά ήταν πολιτική, με μερίδα των κομμάτων της αντιπολίτευσης να επιχειρεί να υπονομεύσει ουσιαστικά τον ρόλο ηγετικών φυσιογνωμιών στον χώρο της Δικαιοσύνης, έχουν πέσει όλα τα πιθανά και απίθανα όπλα: εκβιασμοί δικαστών με μπόλικες δόσεις σεξ, καταπάτηση προσωπικών δεδομένων, υποκλοπές και άλλα σχετικά. 

Η υπόθεση της αδειοδότησης των καναλιών και ο κουρνιαχτός που έχει σηκώσει, εστιάζεται πια γύρω από την απόφαση του ΣτΕ, στην οποία έχουν εναποθέσει τις ελπίδες τους οι εμπλεκόμενοι προκειμένου να καταρριφθεί ο νόμος. Η κυβέρνηση εμμένει στις επιλογές της και διαμηνύει σε όλους τους τόνους ότι θα προχωρήσει με βάση τη νομιμότητα, αναμένοντας με εύλογο ενδιαφέρον την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου. 

Τις τελευταίες μέρες το ζήτημα της συνεδρίασης του ΣτΕ έφυγε από τη στάση του προέδρου του Δικαστηρίου Ν. Σακελλαρίου, ο οποίος ανέβαλε μια φορά επ’ αόριστον τη σύγκληση της Ολομέλειας και άλλη μία φορά τη διέκοψε για δύο μέρες, προκειμένου, όπως ο ίδιος εκτίμησε, να εκτονωθεί η έντονη πίεση την οποία η περιρρέουσα ατμόσφαιρα δημιουργούσε και κυρίως για να δοθεί χρόνος να πέσουν οι τόνοι. 

Έτσι κι αλλιώς η πολιτική σύγκρουση γύρω από το ΣτΕ ξεκίνησε στις αρχές Σεπτεμβρίου από την αναφορά του Αλέξη Τσίπρα στη συνέντευξη Τύπου στο πλαίσιο της Διεθνούς Έκθεσης της Θεσσαλονίκης, με την οποία εξέφρασε την αισιοδοξία του ότι ο νομός Παππά θα κριθεί από το Δικαστήριο συνταγματικός. Η αναφορά αυτή προκάλεσε κύματα οργής στην αντιπολίτευση, παρότι ο ίδιος ο Κ. Μητσοτάκης, και πολλά στελέχη της αντιπολίτευσης, τόσο πριν όσο και μετά την αναφορά Τσίπρα, είχαν τοποθετηθεί δημόσια εκφράζοντας τη βεβαιότητά τους ότι το ΣτΕ θα κρίνει αντισυνταγματικό τον νόμο. 

Παρεμβλήθηκε ένα δεκαήμερο έντασης, γύρω από το εάν έπρεπε ή όχι ο εκλεγμένος πρωθυπουργός της χώρας, που απολαύει της εμπιστοσύνης του Κοινοβουλίου, να συναντηθεί με την ηγεσία της Δικαιοσύνης και να συζητήσουν με θεσμικό τρόπο ό,τι απασχολεί τον χώρο. 

Η αναβολή της εκδίκασης της υπόθεσης λοιπόν, που προηγήθηκε της συνάντησης Τσίπρα – δικαστών, ξεσήκωσε νέα θύελλα, με τα κόμματα να παίρνουν θέση ζητώντας την άμεση εκδίκαση της υπόθεσης. Το θέμα έχει αρχίσει να παίρνει χαρακτηριστικά σίριαλ με πολλά επεισόδια… 

Μπορεί λοιπόν γενικά στο κάδρο της επικαιρότητας να μπήκε το ΣτΕ, αλλά αιφνιδίως, υπογείως και χωρίς εμφανή αίτια, στην επικαιρότητα μπήκαν οι ίδιοι οι δικαστές. 

Στο Διαδίκτυο άρχισαν να κυκλοφορούν πληροφορίες για δικαστικό ο οποίος φέρεται από υποκλαπέντα ηλεκτρονικά μηνύματά του να έχει βοηθήσει το 2014 δικαστικό, με την οποία διατηρούσε ερωτική σχέση, να μπει στο Συμβούλιο Επικρατείας, διοχετεύοντάς της θέματα εξετάσεων στη Εθνική Σχολή Δικαστών. 

Πολλά είναι τα ερωτήματα που πρέπει να αναδειχτούν και με βάση την πειθαρχική έρευνα. Κι αυτό γιατί οι πληροφορίες αυτές δεν έμειναν στην γκρίζα ζώνη του Διαδικτύου, όπου περισσεύουν οι διαρροές, οι αιχμές και τα χτυπήματα κάτω από τη ζώνη. 

Το θέμα ξαφνικά, ενώ εμφανίστηκε από την Πέμπτη στο Διαδίκτυο, «φούντωσε» τη Δευτέρα, με τον Νίκο Νικολόπουλο, ανεξάρτητο βουλευτή, να δημοσιοποιεί το όνομα αντιπροέδρου του ΣτΕ και να καταθέτει σχετική ερώτηση στη Βουλή. 

Ο υπουργός Δικαιοσύνης, σε ανακοίνωσή του, χωρίς να κατονομάζει τον δικαστικό, δημοσιοποίησε την πρόθεσή του να διατάξει πειθαρχική έρευνα, για να διαπιστωθεί αν όντως όσα καταμαρτυρούνται κατά του δικαστικού ισχύουν. Η δημοσιοποίηση των προσωπικών δεδομένων του δικαστή, αλλά και τα όσα περί υποκλοπών ηλεκτρονικών μηνυμάτων προβλήθηκαν, προκάλεσαν την έντονη αντίδραση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, η οποία σε ανακοίνωσή της επισημαίνει ότι «η άμεση αντίδραση της πολιτείας και κατεξοχήν της Δικαιοσύνης στη δημοσιοποίηση στοιχείων της προσωπικής ζωής δικαστή του Συμβουλίου της Επικρατείας που τυγχάνει, όλως συμπτωματικά, εν προκειμένω να συμμετέχει και στη συνεδρίαση σχετικά με τη συνταγματικότητα των νομοθετικών παρεμβάσεων στο τηλεοπτικό τοπίο είναι αυτονόητα επιτακτική και αναγκαία». Μια ανακοίνωση βέβαια η οποία άρεσε τόσο πολύ στον Κυριάκο Μητσοτάκη, που την ανέγνωσε στην Ολομέλεια της Βουλής χτες και την κατέθεσε στα πρακτικά. 

Ακολούθησε η παραγγελία έρευνας από τον εισαγγελέα για την παραβίαση προσωπικών δεδομένων, ενώ στον χορό μπήκε και η Δημοκρατική Συμπαράταξη, η οποία ζήτησε επίσημα τη γνώμη της αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, χρησιμοποιώντας μόνο ένα δημοσίευμα της «Αυγής» και όχι μια σειρά ηλεκτρονικών, ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών αναφορών που προηγήθηκαν. 

Πέρα όμως από τη δημοσιοποίηση του θέματος, το μείζον ερώτημα που παραμένει αναπάντητο είναι γιατί, αν το ζήτημα είναι γνωστό εδώ και δύο χρόνια, δεν προχώρησε η διερεύνηση της ουσίας της υπόθεσης σε δύο βασικές κατευθύνσεις: αν όντως ο δικαστικός ευνόησε, για όποιους λόγους, υποψήφιο στις εξετάσεις, νοθεύοντας τη δικαστική διαδικασία, καθώς και ποιος, πότε και για ποιον λόγο παραβίασε τα ηλεκτρονικά μηνύματά του. Και τα δύο ζητήματα, όταν αφορούν έναν ανώτερο δικαστικό λειτουργό, είναι μείζονα. Είναι δυνατόν να έχει συμβεί ένα τέτοιο γεγονός και να μην έχει διερευνηθεί επί κυβερνήσεως Σαμαρά; 

Είναι εντυπωσιακό ότι η επίσημη Ν.Δ. κάνει «γαργάρα» τις πληροφορίες ότι το όποιο θέμα, αν και όπως έχει συμβεί, χρονίζει από το 2014 και είναι ακόμη πιο εντυπωσιακό ότι ο συγκεκριμένος δικαστής συνεχίζει την πορεία του στο ΣτΕ χωρίς να έχει εκκαθαριστεί πλήρως το τοπίο και είτε να απαλλαγεί των όποιων κατηγοριών είτε να ληφθούν διοικητικά μέτρα για τη στάση του. 

Είναι προφανές ότι αυτή η εκκρεμότητα δημιουργεί πολλά ερωτήματα, ενώ άλλα τόσα δημιουργούνται από τη χρονική σύμπτωση της συγκεκριμένης διαρροής των πληροφοριών στον Τύπο. Και όλα αυτά θα πρέπει να συνδυαστούν με το γεγονός ότι η δικαστική ολοκλήρωση των προσφυγών των καναλιών κατά του νόμου Παππά κρέμεται από μια κλωστή, αφού με τη σοβαρή καρδιακή ασθένεια ενός μέλους της Ολομελείας του ΣτΕ και την απουσία ενός ακόμη λόγω κατάγματος ποδιού, δεν υπάρχει αναπληρωματικό μέλος στο Δικαστήριο ενημερωμένο και ενταγμένο στις διαβουλεύσεις προκειμένου να αντικαταστήσει όποιον δημιουργήσει κενό. Το αποτέλεσμα είναι να ξεκινήσει η εκδίκαση της υπόθεσης από την αρχή. 

Είπαμε, αφήσαμε τα βοσκοτόπια και τους γκρεμούς και πιάσαμε τα δικαστικά έδρανα, με σεξ, ψέματα, εκβιασμούς, με φόντο τα κανάλια και τις άδειες λειτουργίας… Και όλα αυτά προκειμένου οι ιδιοκτήτες των καναλιών να υπερασπιστούν το «δικαίωμά» τους στην αυθαιρεσία… Βρισκόμαστε πλέον σε μια κορυφαία σύγκρουση ανάμεσα στην κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα και ένα ισχυρότατο σύστημα εξουσίας των τηλεοπτικών καναλιών, το οποίο μάλιστα υποστηρίζεται με τον πιο ανοικτό και σαφή τρόπο από κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, τη Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Το σίριαλ των τηλεοπτικών αδειών έχει ήδη ξεκινήσει και βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη… Έχουμε ήδη παρακολουθήσει πολλά επεισόδια και οι προβλέψεις είναι ότι θα είναι πολλά περισσότερα… 

Πηγή: topontiki.gr